- Ἰλλυρίου
- Ἰλλύριοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἰλλυριοῦ — Ἰλλυριός masc/neut gen sg Ἰλλυριός masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάρδανος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Ιλλυριού και εγγονός του Κύκλωπα Πολύφημου και της Γαλάτειας. Από τον Δ. είχε αποκληθεί Δαρδανία η Ιλλυρία,που βρισκόταν στη θέση της σημερινής Αλβανίας.Αργότερα, η χώρα ονομάστηκε πάλι Ιλλυρία. 2. Γιος… … Dictionary of Greek
πάτρα — Πόλη της Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Αχαΐας της περιφέρειας Δυτικής Ελλάδας. Ο δήμος Πατρέων περιλαμβάνει, εκτός από τον ομώνυμο δήμο, και τις κοινότητες Ελικίστρας, Μοίρας και Σουλίου. Τρίτη πόλη της Ελλάδας από άποψη πληθυσμού, μετά την… … Dictionary of Greek
Δασσαρήτις ή Δασσαρητία — Χώρα στα νότια της αρχαίας Ιλλυρίας, δυτικά του σημερινού νομού της Φλώρινας, που ονομάστηκε από την κόρη του Ιλλυριού Δασσαρώ. Τη Δ. κατέλαβαν οι Μακεδόνες επί Φιλίππου Β’ και αργότερα οι Ρωμαίοι. Οι κάτοικοί της ονομάζονταν Δασσαρήτες και… … Dictionary of Greek
Δωδώνη — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 730 μ., 100 κάτ.) στην πρώην επαρχία Δωδώνης του νομού Ιωαννίνων. Βρίσκεται στα Ν των Ιωαννίνων, στους βόρειους πρόποδες του όρους Τόμαρος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δωδώνης. Σε απόσταση 22 χλμ. από τον οικισμό Δ.,… … Dictionary of Greek